- συνουετρανός
- συνουετρανός, ὁ,A fellow-veteran, BGU327.5 (ii A.D.); cf. συνβετρανός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνουετρανός — ὁ, Α συμβετεράνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οὐετρανός «βετεράνος, παλαίμαχος»] … Dictionary of Greek